- παράβαλε
- παραβάλλωthrow besideaor imperat act 2nd sgπαραβάλλωthrow besideaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
-άμενος — Γλωσσ. κατάληξη μεσοπαθητικών μετοχών τής νέας Ελληνικής. Οι μετοχές σε άμενος τής νέας Ελληνικής αποτελούν αναλογικούς σχηματισμούς κατά το πρότυπο μεταγενέστερων τύπων μετοχής (παράβαλε τύπο μετοχής γενάμενος < μεταγενέστερο τύπο αορίστου… … Dictionary of Greek
συντομογραφία — Περιορισμός μιας ή περισσότερων λέξεων στο αρχικό τους μόνο γράμμα (π.Χ. = προ Χριστού, ΗΠΑ = Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) ή σε μια ομάδα γραμμάτων. Η συντομογραφία μπορεί να γίνει με αποκοπή δηλαδή όταν από τη λέξη λείψουν ένα ή περισσότερα… … Dictionary of Greek